Maanmittari στα ελληνικά
Μετάφραση: maanmittari, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοπογράφος, επιθεωρητής, Surveyor, επιθεωρητή, χωρομέτρη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- maanlaajuinen στα ελληνικά - σε εθνικό επίπεδο, εθνικό επίπεδο, σε εθνικό, πανελλαδικά, εθνικό
- maanlaajuisesti στα ελληνικά - σε όλη τη χώρα, ολόκληρη τη χώρα, σε ολόκληρη τη χώρα, για όλη τη χώρα, σε επίπεδο χώρας
- maanosa στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
- maanpako στα ελληνικά - εξορίζω, εξορία, εξορίας, την εξορία, εξόριστος, εξόριστο
Τυχαίες λέξεις
Maanmittari στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοπογράφος, επιθεωρητής, Surveyor, επιθεωρητή, χωρομέτρη
Μεταφράσεις: τοπογράφος, επιθεωρητής, Surveyor, επιθεωρητή, χωρομέτρη