Mittakaava στα ελληνικά

Μετάφραση: mittakaava, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λέπι, κλίμακα, κλίμακας, κλιμάκωση, μέγεθος, ζυγαριά
Mittakaava στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mittailla στα ελληνικά - μετρώ, μέτρο, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
  • mittainen στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, ζυγαριά
  • mittaluoti στα ελληνικά - έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
  • mittari στα ελληνικά - φλας, πίνακας, μετρητής, μέτρο, μετρητή, μέτρων, μέτρου
Τυχαίες λέξεις
Mittakaava στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λέπι, κλίμακα, κλίμακας, κλιμάκωση, μέγεθος, ζυγαριά