Myötävaikuttaa στα ελληνικά

Μετάφραση: myötävaikuttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διευκολύνω, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
Myötävaikuttaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • myötämielisyys στα ελληνικά - συγκατάθεση, συμφωνία, συγκατανεύω, συμπάθεια, συμπάθειά, τη συμπάθειά, συμπάθειας, ...
  • myötätunto στα ελληνικά - κατανόηση, συμπόνια, συμπόνιας, τη συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπάθεια
  • mädännäisyys στα ελληνικά - διαφθορά, δωροδοκία, διαφθοράς, της διαφθοράς, δωροδοκίας
  • mädäntyä στα ελληνικά - σαπίζω, αποσυνθέτω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, σαπίλα, σήψης, ...
Τυχαίες λέξεις
Myötävaikuttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διευκολύνω, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει