Normi στα ελληνικά
Μετάφραση: normi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κριτήριο, νόρμα, μετρώ, μέτρο, πρότυπο, κανόνας, κανόνα, στόχου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- normaalius στα ελληνικά - ομαλότητα, κανονικότητα, ομαλότητας, φυσιολογικότητα, την ομαλότητα
- normatiivinen στα ελληνικά - κανονιστικός, κανονιστικό, κανονιστική, κανονιστικών, κανονιστικά
- noro στα ελληνικά - σταλάζω, μικροποσότητα, στάζω, στάλα, ρυάκι, σταλαγματιές, trickle, ...
- norsu στα ελληνικά - ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Τυχαίες λέξεις
Normi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κριτήριο, νόρμα, μετρώ, μέτρο, πρότυπο, κανόνας, κανόνα, στόχου
Μεταφράσεις: κριτήριο, νόρμα, μετρώ, μέτρο, πρότυπο, κανόνας, κανόνα, στόχου