Ohi στα ελληνικά

Μετάφραση: ohi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, παρελθόν, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
Ohi στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oheistarvike στα ελληνικά - συνεργός, αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, τα εξαρτήματα, εξαρτήματά
  • ohella στα ελληνικά - μαζί, με, άλλωστε, κατά μήκος, μήκος, κατά μήκος της
  • ohikulkija στα ελληνικά - περαστικός, περαστικό, περαστικός από, διαβάτη, περαστικού
  • ohilyönti στα ελληνικά - χάνω, δεσποινίς, αστοχώ, χτύπησε, χτύπημα, χτυπήσει, έπληξε, ...
Τυχαίες λέξεις
Ohi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, παρελθόν, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων