Oikeuttaa στα ελληνικά

Μετάφραση: oikeuttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, τιτλοφορώ, ένταλμα, δικαιολογώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν
Oikeuttaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oikeutettu στα ελληνικά - νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
  • oikeutetusti στα ελληνικά - ορθά, ορθώς, σωστά, δικαίως, δικαιολογημένα
  • oikeutus στα ελληνικά - έκκληση, αιτιολογία, σωστός, τεκμηρίωση, δεξιός, δικαίωμα, δικαιολογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Oikeuttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, τιτλοφορώ, ένταλμα, δικαιολογώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, επιτρέπουν, να επιτρέπουν