Otto στα ελληνικά

Μετάφραση: otto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, εισαγωγή, πρόσληψη, εισαγωγής, πρόσληψης
Otto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • otti στα ελληνικά - πήρε, έλαβε, πήραν, ανέλαβε, έλαβαν
  • ottivat στα ελληνικά - πήρε, έλαβε, πήραν, ανέλαβε, έλαβαν
  • otus στα ελληνικά - πλάσμα, πράγμα, πλάσματος, δημιούργημα, το πλάσμα, ον
  • ounastella στα ελληνικά - περιμένω, υποπτεύομαι, εικασία, αναμένω, προσδοκώ, προλαμβάνω, μαντεύω, ...
Τυχαίες λέξεις
Otto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, εισαγωγή, πρόσληψη, εισαγωγής, πρόσληψης