Päätön στα ελληνικά
Μετάφραση: päätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανόητος, απίστευτος, παράλογος, ακέφαλος, ακέφαλο, ακέφαλη, αποκεφαλισμένοι, ακέφαλα
Μεταφράσεις
- päättää στα ελληνικά - τερματισμός, δικάζω, αποφασίζω, καταλήγω, ολοκληρώνω, περατώνω, προσδιορίζω, ...
- pääty στα ελληνικά - κεφάλι, τέλος, ηγούμαι, τελειώνω, αέτωμα, αετώματος, πυραμιδωτό, ...
- päätös στα ελληνικά - απόφαση, φινάλε, κοντά, διάταγμα, κυρίαρχος, αποφασιστικότητα, τέλος, ...
- päätöslauselma στα ελληνικά - λύνω, κήρυξη, διευθετώ, αποφασίζω, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Päätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανόητος, απίστευτος, παράλογος, ακέφαλος, ακέφαλο, ακέφαλη, αποκεφαλισμένοι, ακέφαλα
Μεταφράσεις: ανόητος, απίστευτος, παράλογος, ακέφαλος, ακέφαλο, ακέφαλη, αποκεφαλισμένοι, ακέφαλα