Päätellä στα ελληνικά
Μετάφραση: päätellä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράγομαι, συμπεραίνω, συνάγω, εκπίπτω, αντλώ, προέρχομαι, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pääte στα ελληνικά - τερματικό, τερματικού, ακροδέκτη, τερματική, τερματικών
- päätelaite στα ελληνικά - τερματικό, τερματικού, ακροδέκτη, τερματική, τερματικών
- päätelmä στα ελληνικά - συλλογισμός, έκπτωση, επαγωγή, συμπέρασμα, σύναψη, τη σύναψη, Συμπερασματικά, ...
- päätteeksi στα ελληνικά - τελικά, το, η, ο, την, της
Τυχαίες λέξεις
Päätellä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράγομαι, συμπεραίνω, συνάγω, εκπίπτω, αντλώ, προέρχομαι, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει
Μεταφράσεις: παράγομαι, συμπεραίνω, συνάγω, εκπίπτω, αντλώ, προέρχομαι, συναγάγει, συμπεράνουμε, να συναγάγει