Palmikko στα ελληνικά
Μετάφραση: palmikko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρελιάζω, πλέκω, πτυχή, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Μεταφράσεις
- pallomainen στα ελληνικά - σφαιρικός, σφαιρικό, σφαιρικά, σφαιρική, σφαιρικών
- pallonmuotoinen στα ελληνικά - σφαιρικός, σφαιρικό, σφαιρικά, σφαιρική, σφαιρικών
- palmikoida στα ελληνικά - ρελιάζω, πλέκω, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, ...
- palo στα ελληνικά - πυροβολώ, πυρκαγιά, καίω, απολύω, φωτιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Palmikko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρελιάζω, πλέκω, πτυχή, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Μεταφράσεις: ρελιάζω, πλέκω, πτυχή, κοτσίδα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια