Perso στα ελληνικά

Μετάφραση: perso, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόθυμος, λαίμαργος, άπληστος, τρυφερός, στοργικός, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη
Perso στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • persikka στα ελληνικά - γιαρμάς, ροδάκινο, ροδάκινου, ροδακινί, ροδάκινων, ροδάκινα
  • persilja στα ελληνικά - μαϊντανός, μαϊντανό, το μαϊντανό, μαϊντανού, τον μαϊντανό
  • persoona στα ελληνικά - προσωπικότητα, Persona, το Persona, πρόσωπο, περσόνα
  • persoonallisuus στα ελληνικά - προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
Τυχαίες λέξεις
Perso στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόθυμος, λαίμαργος, άπληστος, τρυφερός, στοργικός, άπληστοι, άπληστους, άπληστο, άπληστη