Perusmalli στα ελληνικά
Μετάφραση: perusmalli, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρώ, μέτρο, κριτήριο, Το βασικό, Η βασική, ο βασικός, βασική, βασικός
Μεταφράσεις
- perus- στα ελληνικά - ουσιώδης, κεντρικός, κλειδί, καρδινάλιος, θεμελιώδης, βασικός, βασικού, ...
- peruskirja στα ελληνικά - καταστατικό, ναυλώνω, ναύλωση, καταστατικός χάρτης, Χάρτη, Χάρτης, Χάρτα
- peruspääoma στα ελληνικά - βασικό κεφάλαιο, βασικού κεφαλαίου, καθορισμένου βασικού κεφαλαίου, καθορισμένο βασικό κεφάλαιο
- perusta στα ελληνικά - θεμέλιο, ίδρυση, προσαράσσω, βάθρο, έδαφος, έναρξη, αρχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Perusmalli στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρώ, μέτρο, κριτήριο, Το βασικό, Η βασική, ο βασικός, βασική, βασικός
Μεταφράσεις: μετρώ, μέτρο, κριτήριο, Το βασικό, Η βασική, ο βασικός, βασική, βασικός