Pidentää στα ελληνικά

Μετάφραση: pidentää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, εκτείνω, παρατείνω, εκτείνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί
Pidentää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pidennetty στα ελληνικά - επεκταθεί, επεκτάθηκε, παρατάθηκε, παρατείνεται, παραταθεί
  • pidennys στα ελληνικά - συνέχεια, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης, προέκταση
  • pidetty στα ελληνικά - λαϊκός, δημοφιλής, χειρός, κρατούμενη, φορητά
  • pidike στα ελληνικά - αγκύλη, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, δικαιούχου
Τυχαίες λέξεις
Pidentää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εκτείνω, παρατείνω, εκτείνομαι, επεκτείνουν, εκτείνονται, επεκτείνει, παρατείνει, επεκταθεί