Pienentää στα ελληνικά
Μετάφραση: pienentää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομψός, κλαδεύω, ελαχιστοποιώ, ελαττώνω, ψαλιδίζω, μειώνω, κουρεύω, περιορίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- piena στα ελληνικά - πλάσιμο, πλευρό, συνοχεύς, στήριγμα, σφήνα, πέλματος, πέλμα
- pienennys στα ελληνικά - αναγωγή, μείωση, περιστολή, Η μείωση, Η αναγωγή, τη μείωση της
- pieni στα ελληνικά - στενός, υπεξούσιος, μικρός, ασήμαντος, λίγο, σεμνός, μικροπρεπής, ...
- piennar στα ελληνικά - μεθόριος, άκρη, όχθη, ρέλι, χείλος, περιστόμιο, σύνορο, ...
Τυχαίες λέξεις
Pienentää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομψός, κλαδεύω, ελαχιστοποιώ, ελαττώνω, ψαλιδίζω, μειώνω, κουρεύω, περιορίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Μεταφράσεις: κομψός, κλαδεύω, ελαχιστοποιώ, ελαττώνω, ψαλιδίζω, μειώνω, κουρεύω, περιορίζω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν