Pihistää στα ελληνικά
Μετάφραση: pihistää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάχανο, σφετερίζομαι, τσιγκουνεύομαι, ασανσέρ, υψώνω, σηκώνω, τσιγγουνεύω, σμικρύνω, κολοβώ, γλίσχρος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pihisevä στα ελληνικά - ασθματικός, ασθμαίνων, ασθμαίνοντος, συρίττοντα, συριγμού του
- pihistä στα ελληνικά - σφυρίζω, αποτυγχάνω, συρίζω, fizzle, σφυρίζω αδύνατα, ελαφρό σφύριγμα ποτού
- pihka στα ελληνικά - εξαντλώ, ζουμί, χυμός, ρετσίνι, ρητίνη, ρητίνης, της ρητίνης, ...
- pihlaja στα ελληνικά - τέφρα βουνό, βουνό τέφρα, τέφρας στο βουνό, ορεινή φλαμουριά
Τυχαίες λέξεις
Pihistää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάχανο, σφετερίζομαι, τσιγκουνεύομαι, ασανσέρ, υψώνω, σηκώνω, τσιγγουνεύω, σμικρύνω, κολοβώ, γλίσχρος
Μεταφράσεις: λάχανο, σφετερίζομαι, τσιγκουνεύομαι, ασανσέρ, υψώνω, σηκώνω, τσιγγουνεύω, σμικρύνω, κολοβώ, γλίσχρος