Piikki στα ελληνικά

Μετάφραση: piikki, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοκόλλητο, καρφίτσα, αγκάθι, γόμφος, ακίδα, αιχμή, ακίδας, σφήνα, σφηνός
Piikki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • piikitellä στα ελληνικά - βελόνα, χαζός, ονειδίζω, twit, ψέγω
  • piikivi στα ελληνικά - πυρόλιθος, πυρόλιθο, πυριτόλιθο, υαλώδους μορφής, πυριτόλιθου
  • piikkipaatsama στα ελληνικά - πρίνος, Holly, πουρνάρια, ιερά, πουρνάρι
  • piikkisauva στα ελληνικά - καθοδηγώ, κεντρίζω, βουκέντρο, παροτρύνω, goad, βουκέντρα, μαστίγιο
Τυχαίες λέξεις
Piikki στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοκόλλητο, καρφίτσα, αγκάθι, γόμφος, ακίδα, αιχμή, ακίδας, σφήνα, σφηνός