Pistorasia στα ελληνικά
Μετάφραση: pistorasia, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pistoke στα ελληνικά - πρίζα, γρύλος, υποδοχή, βύσμα, plug, βύσματος, φις, ...
- pistokoe στα ελληνικά - τυχαίο δείγμα, τυχαίου δείγματος, τυχαίας δειγματοληψίας, τυχαίο δείγμα που, δειγματοληψία τυχαίου δείγματος
- pistää στα ελληνικά - ώθηση, κεντρίζω, κασμάς, ποζάρω, πόζα, μπήγω, χώνω, ...
- pitkin στα ελληνικά - κατά μήκος, μαζί, μήκος, κατά μήκος της
Τυχαίες λέξεις
Pistorasia στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
Μεταφράσεις: διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής