Διέξοδος στα φινλανδικά

Μετάφραση: διέξοδος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poistoaukko, halkio, pistorasia, tulivuori, räppänä, töpseli, pistorasiaan, Outlet, pistorasiasta
Διέξοδος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέξοδος

διέξοδος μαρκόπουλο, διέξοδος από την κατάθλιψη, διέξοδος καστοριά, διέξοδος ταινια, διέξοδος in english, διέξοδος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διέξοδος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διέγερση στα φινλανδικά - kiihdytys, alkusysäys, mielenliikutus, mieltenkuohu, esileikki, ärsyke, virike, ...
  • διένεξη στα φινλανδικά - kiista, jupakka, kina, eittää, riita, selkkaus, ristiriita, ...
  • διέπω στα φινλανδικά - vallita, hallita, säädellä, diepo
  • διήθηση στα φινλανδικά - suodatus, suodattamalla, suodatuksen, suodatuksella
Τυχαίες λέξεις
Διέξοδος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: poistoaukko, halkio, pistorasia, tulivuori, räppänä, töpseli, pistorasiaan, Outlet, pistorasiasta