Pitäminen στα ελληνικά

Μετάφραση: pitäminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακράτηση, τήρηση, φύλαξη, Διατήρηση, Κρατώντας, Λογιστική
Pitäminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pituuspiiri στα ελληνικά - απόγειο, μεσημβρινός, μεσημβρινό, μεσημβρινού, μεσημβρινών, του μεσημβρινού
  • pitäjä στα ελληνικά - κομητεία, ενορία, ενορίας, κοινότητα, ενοριακός, ενοριακή
  • pitäytyä στα ελληνικά - εμμένω, να τηρήσουμε, να κολλήσει σε, να επιμείνουμε σε, να τηρήσουν, να κολλήσει
  • pitää στα ελληνικά - βρίσκω, ανεύρεση, σφίγγω, κρατώ, αρπάζω, κατακρατώ, έχω, ...
Τυχαίες λέξεις
Pitäminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακράτηση, τήρηση, φύλαξη, Διατήρηση, Κρατώντας, Λογιστική