Poistoaukko στα ελληνικά
Μετάφραση: poistoaukko, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- poistaminen στα ελληνικά - εξάλειψη, εξαγωγή, αφαίρεση, μετάθεση, καταγωγή, μετακίνηση, απομάκρυνση, ...
- poisto στα ελληνικά - μετάθεση, αφαίρεση, εξάλειψη, διαγραφή, διαγραφής, απαλοιφή, τη διαγραφή
- poistoputki στα ελληνικά - στοιβάδα, σωρός, σωλήνα εκροής, σωλήνα κατάθλιψης, σωλήνα εκκένωσης, σωλήνας εκκένωσης, σωλήνα εκκενώσεως
- poistua στα ελληνικά - παρατάω, παραιτούμαι, φεύγω, έξοδος, εξόδου, έξοδο, την έξοδο, ...
Τυχαίες λέξεις
Poistoaukko στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής
Μεταφράσεις: διέξοδος, έξοδος, εξόδου, έξοδο, πρίζα, εξαγωγής