Rakennusurakoitsija στα ελληνικά

Μετάφραση: rakennusurakoitsija, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, κτίστης, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, κατασκευαστής
Rakennusurakoitsija στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kerätä στα ελληνικά - συλλέγω, τσουβαλιάζω, μαζεύω, σωριάζω, συσσωρεύω, συναρμολογώ, δεσμίδα, ...
  • koostaa στα ελληνικά - συναρμολογώ, συναθροίζω, για την κατάρτιση, να καταρτίσει, να συγκεντρώσει, να καταρτίζουν, για τη σύνταξη
  • kuulutus στα ελληνικά - εξαγγελία, πίνακας, παρατηρώ, ανακοίνωση, ανακοίνωσης, αναγγελία, την ανακοίνωση, ...
  • mustasukkainen στα ελληνικά - ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλεύει, ζηλέψει, ζηλεύουν
Τυχαίες λέξεις
Rakennusurakoitsija στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίστης, οικοδόμος, εργολάβος, κτίστης, Builder, κατασκευαστή, Δόμηση, κατασκευαστής