Roisto στα ελληνικά
Μετάφραση: roisto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απατεώνας, παλιάνθρωπος, μπερμπάντης, κακοποιός, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asfaltoitu στα ελληνικά - άσφαλτος, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτοστρωμένος, ασφαλτοστρωμένους, ασφαλτοστρωμένου, ασφαλτικό οδόστρωμα
- geologi στα ελληνικά - γεωλόγος, γεωλόγου, γεωλόγο, ο γεωλόγος, το γεωλόγο
- miekkonen στα ελληνικά - τύπος, παιδί, λίγο, μικρή, μικρό, λίγη, λίγα
- määräenemmistö στα ελληνικά - επικράτηση, με ειδική πλειοψηφία, ειδική πλειοψηφία, ειδικής πλειοψηφίας, ειδική πλειοψηφία και
Τυχαίες λέξεις
Roisto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απατεώνας, παλιάνθρωπος, μπερμπάντης, κακοποιός, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα
Μεταφράσεις: απατεώνας, παλιάνθρωπος, μπερμπάντης, κακοποιός, απατεώνα, γκλίτσα, τσιγκέλι, μαγκούρα