Ryvettynyt στα ελληνικά
Μετάφραση: ryvettynyt, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακατάστατος, λερωμένος, την ταλαιπωρημένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alustava στα ελληνικά - δειλός, προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
- palautin στα ελληνικά - συσκευή, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
- perintö στα ελληνικά - κληρονομιά, περιουσία, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, της πολιτιστικής κληρονομιάς
- perässä στα ελληνικά - μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
Τυχαίες λέξεις
Ryvettynyt στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακατάστατος, λερωμένος, την ταλαιπωρημένη
Μεταφράσεις: ακατάστατος, λερωμένος, την ταλαιπωρημένη