Sen στα ελληνικά

Μετάφραση: sen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
του, της, αυτήν, αυτή, τους
Sen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aluke στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, επιτίθεμαι, αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, ...
  • asiakaskunta στα ελληνικά - πελατεία, προστασία, πατρονάρισμα, πελατολόγιο, πελατείας, πελάτες, πελατών
  • horjumattomuus στα ελληνικά - σταθερότητα, Σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, η σταθερότητα
  • parjata στα ελληνικά - προσβολή, λοιδορώ, κραυγή, φωνάζω, κατάχρηση, κακολογώ, βρίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Sen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: του, της, αυτήν, αυτή, τους