Terävä στα ελληνικά

Μετάφραση: terävä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οξύς, μυτερός, στυφός, καυστικός, έντονος, εντατικός, κοφτερός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, πόρνη, τραχύς, διεισδυτικός, οξυδερκής, μακάβριος, τάρτα, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Terävä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • irrotus στα ελληνικά - αποκόλληση, απόσπαση, αποσύνδεση, αποκόλλησης, απόσπασης
  • jalostaa στα ελληνικά - βελτιώνω, τροποποιώ, σκαλίζω, ραφινάρω, καλλιεργώ, βελτιώνομαι, τελειοποίηση, ...
  • joutua στα ελληνικά - πτώση, προσεγγίζω, βιάζομαι, προβαίνω, προσγειώνω, βιασύνη, έδαφος, ...
  • likipitäen στα ελληνικά - σχεδόν, παραλίγο, περίπου, προσέγγιση, κατά προσέγγιση, περίπου το
Τυχαίες λέξεις
Terävä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οξύς, μυτερός, στυφός, καυστικός, έντονος, εντατικός, κοφτερός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, πόρνη, τραχύς, διεισδυτικός, οξυδερκής, μακάβριος, τάρτα, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό