Termi στα ελληνικά
Μετάφραση: termi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Μεταφράσεις
- ahkio στα ελληνικά - έλκηθρο, έλκηθρου, για έλκηθρο, βαριοπούλες, ελκήθρων
- korjaaminen στα ελληνικά - διόρθωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
- korvaava στα ελληνικά - αναπληρωματικός, υποκαθιστώ, αναπληρώνω, αντισταθμιστικές, αντισταθμιστικής, αντισταθμιστική, αντισταθμιστικών, ...
- nimekäs στα ελληνικά - διάσημος, φημισμένος, ξακουστός, μεγάλα ονόματα, μεγάλο όνομα, τα μεγάλα ονόματα, μεγάλων ονομάτων
Τυχαίες λέξεις
Termi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Μεταφράσεις: τρίμηνο, όρος, διορία, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας