Toimi στα ελληνικά
Μετάφραση: toimi, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρυτίδα, εγχείρηση, επενδύω, αγωγή, συναλλαγή, γεγονός, γραμμή, δράση, επάγγελμα, υπόθεση, διεκπεραίωση, κατοχή, δουλειές, λειτουργία, πράξη, δοσοληψία, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- heinälato στα ελληνικά - αχυρώνας, αχυρώνα, αχυρώνες
- hymähtää στα ελληνικά - χαμόγελο, χαμογελώ, χαζό χαμόγελο, προσποιητό χαμόγελο, υπομειδίαμα, μειδίαμα, κρυφό χαμόγελο
- katkonainen στα ελληνικά - διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
- lähete στα ελληνικά - σημειώνω, έκλυση, σημείωση, εκπομπή, έμβασμα, που καλύπτουν, καλύπτουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Toimi στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρυτίδα, εγχείρηση, επενδύω, αγωγή, συναλλαγή, γεγονός, γραμμή, δράση, επάγγελμα, υπόθεση, διεκπεραίωση, κατοχή, δουλειές, λειτουργία, πράξη, δοσοληψία, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Μεταφράσεις: ρυτίδα, εγχείρηση, επενδύω, αγωγή, συναλλαγή, γεγονός, γραμμή, δράση, επάγγελμα, υπόθεση, διεκπεραίωση, κατοχή, δουλειές, λειτουργία, πράξη, δοσοληψία, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο