Toimisto στα ελληνικά

Μετάφραση: toimisto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπηρεσία, κύρος, εξουσία, γραφείο, αυθεντία, θώκος, πρακτορείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Toimisto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heittää στα ελληνικά - εξακοντίζω, εκσφενδονίζω, πετώ, υστέρηση, πέταγμα, ρίχνω, ρίξει, ...
  • kyyristyä στα ελληνικά - κύρτωμα, καμπούρα, μαζεύομαι, αποδειλιώ, ζαρώνω, τρέμουν, καταδυναστεύει
  • naamioida στα ελληνικά - προσωπείο, κρύβω, μάσκα, μεταμφίεση, να καλύψει, συγκαλύψουν, συγκαλύπτουν, ...
  • ovivahti στα ελληνικά - αχθοφόρος, θυρωρός, ρεσεψιόν, θυρωρείου, θυρωρού, υποδοχή
Τυχαίες λέξεις
Toimisto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπηρεσία, κύρος, εξουσία, γραφείο, αυθεντία, θώκος, πρακτορείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο