Toissijainen στα ελληνικά
Μετάφραση: toissijainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοηθητικός, υποβοηθητικός, μικρός, παράγωγος, επικουρικός, ασήμαντος, θυγατρική, υφιστάμενος, ελάσσων, δευτερεύων, υπεξούσιος, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- keksijä στα ελληνικά - εφευρέτης, εφευρέτη
- kuolio στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
- oivallisuus στα ελληνικά - υπεροχή, αριστείας, αριστεία, την αριστεία, της αριστείας
- perehtynyt στα ελληνικά - εξοικειωμένοι, εξοικειωμένος, οικεία, οικείο, γνωστά
Τυχαίες λέξεις
Toissijainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοηθητικός, υποβοηθητικός, μικρός, παράγωγος, επικουρικός, ασήμαντος, θυγατρική, υφιστάμενος, ελάσσων, δευτερεύων, υπεξούσιος, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
Μεταφράσεις: βοηθητικός, υποβοηθητικός, μικρός, παράγωγος, επικουρικός, ασήμαντος, θυγατρική, υφιστάμενος, ελάσσων, δευτερεύων, υπεξούσιος, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή