Βοηθητικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: βοηθητικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toissijainen, apu-, ylimääräisten, ylimääräisiä, ylimääräiset, ylimääräisen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βοηθητικός
βοηθητικός χώρος ε9, βοηθητικός στο στρατό, βοηθητικόσ πάγκοσ κουζίνασ, βοηθητικός χώρος 4014, βοηθητικόσ χώροσ, βοηθητικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, βοηθητικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- βοήθεια στα φινλανδικά - avustus, auttaa, elatus, tukea, keino, vahvistus, elämä, ...
- βοήθημα στα φινλανδικά - avunanto, auttaa, apu, avustaa, huoli, keino, avustus, ...
- βοηθός στα φινλανδικά - auttaja, assistentti, avustaa, auttaa, edesauttaa, avustus, suosia, ...
- βοηθώ στα φινλανδικά - edesauttaa, avustaa, apu, huoli, auttaa, avunanto, avustus, ...
Τυχαίες λέξεις
Βοηθητικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: toissijainen, apu-, ylimääräisten, ylimääräisiä, ylimääräiset, ylimääräisen
Μεταφράσεις: toissijainen, apu-, ylimääräisten, ylimääräisiä, ylimääräiset, ylimääräisen