Tulot στα ελληνικά
Μετάφραση: tulot, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισχρός, χοντρός, πρόστυχος, πίστωση, απολαβή, έσοδο, εισόδημα, ακαθάριστος, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kaivoskaasu στα ελληνικά - υγρός, νωπός, το εκρηκτικό αέριο, της περιεκτικότητας σε μεθάνιο, το εκρηκτικό αέριο ορυχείων, εκρηκτικό αέριο ορυχείων, εκρηκτικά αέρια ανθρακωρυχείου
- lappu στα ελληνικά - εκδύω, γυμνώνω, ετικέτα, κηλίδα, έμπλαστρο, ενημερωμένη έκδοση κώδικα, επίθεμα, ...
- maasto στα ελληνικά - έδαφος, εδάφους, εδάφη, έδαφους, έκταση
- muuttuja στα ελληνικά - μεταβλητός, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού
Τυχαίες λέξεις
Tulot στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισχρός, χοντρός, πρόστυχος, πίστωση, απολαβή, έσοδο, εισόδημα, ακαθάριστος, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που
Μεταφράσεις: αισχρός, χοντρός, πρόστυχος, πίστωση, απολαβή, έσοδο, εισόδημα, ακαθάριστος, έσοδα, τα έσοδα, των εσόδων, εσόδων, έσοδα που