Έσοδο στα φινλανδικά
Μετάφραση: έσοδο, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansio, vero, tulo, tulot, tulojen, tuotot, tuloja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έσοδο
τεκμαρτό έσοδο, οριακό έσοδο, μέσο έσοδο, έσοδο ορισμός, δεδουλευμένο έσοδο, έσοδο λεξικό γλώσσας φινλανδικά, έσοδο στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- έρχομαι στα φινλανδικά - lähteä, johtua, koitua, joutua, tulla, saapua, tulevat, ...
- έρωτας στα φινλανδικά - seksuaalisuus, sukupuoli, rakastaa, tykätä, intohimo, kiihottaa, seksi, ...
- έστω στα φινλανδικά - vaikkakin, jopa, edes, myös, vaikka, vielä
- έσχατος στα φινλανδικά - lopullinen, hirmuinen, äärimmäinen, viimeinen, kammottava, epätoivoinen, kauhea, ...
Τυχαίες λέξεις
Έσοδο στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ansio, vero, tulo, tulot, tulojen, tuotot, tuloja
Μεταφράσεις: ansio, vero, tulo, tulot, tulojen, tuotot, tuloja