Εισόδημα στα φινλανδικά

Μετάφραση: εισόδημα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korko, tulot, vero, ansio, tienesti, tulo, tulojen, tuotot, tuloja
Εισόδημα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισόδημα

εισόδημα από ενοίκια, εισόδημα από ατομ. επιχ. παροχής υπηρεσιών ή ελευθ. επαγγ. της παρ. 1 αρθρ. 45 κφε, εισόδημα από κινητές αξίες, εισόδημα από γεωργικές επιχειρήσεις με βάση το αντικειμενικό σύστημα, εισόδημα από ελευθέρια επαγγέλματα, εισόδημα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εισόδημα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εισροή στα φινλανδικά - tulva, virta, virtaus, sisäänvirtaus, virtaamaan, sisäänvirtausta
  • εισχωρώ στα φινλανδικά - ujuttaa, soluttaa, soluttautua, ujuttautua, läpäistä, tunkeutua, tunkeutumaan, ...
  • εκατομμύριο στα φινλανδικά - miljoona, miljoonaa, milj, miljoonaa euroa, miljoonan
  • εκατονταετηρίδα στα φινλανδικά - vuosisata, satavuotisjuhla, satavuotisjuhlaa, satavuotista, satavuotisjuhlan, satavuotisjuhliin
Τυχαίες λέξεις
Εισόδημα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: korko, tulot, vero, ansio, tienesti, tulo, tulojen, tuotot, tuloja