Työlaitos στα ελληνικά

Μετάφραση: työlaitos, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωφρονιστήριο, μάντρα, στυλό
Työlaitos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aalto στα ελληνικά - κύμα, κύματος, κυμάτων, κύματα, το κύμα
  • ankara στα ελληνικά - σοβαρός, δριμύς, έντονος, εντατικός, σκληρός, τραχύς, κτηνώδης, ...
  • kiertyä στα ελληνικά - ελίσσομαι, υφαίνω, κλωστή, μίτος, συστροφή, στρίψιμο, συστροφής, ...
  • loitota στα ελληνικά - διασπείρω, διασκορπίζομαι, διασκορπίζω, σκορπίζω, αποκλίνω
Τυχαίες λέξεις
Työlaitos στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωφρονιστήριο, μάντρα, στυλό