Työllistää στα ελληνικά
Μετάφραση: työllistää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτούμαι, εφαρμόζω, βάζω, απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει
Μεταφράσεις
- järkeily στα ελληνικά - συλλογισμός, συλλογιστικός, αιτιολογία, λογική, συλλογιστική, συλλογιστικής
- kylmyys στα ελληνικά - κρύο, κρύα, ψυχρό, κρύου, το κρύο
- mäjähtää στα ελληνικά - παχουλός, τροφαντός, γροθιά, γδούπος, πλήγμα, χτυπούν, χτυπιούνται
- pohjustus στα ελληνικά - εισαγωγή, αλφαβητάρι, εκκινητή, εκκινητής, αστάρι, εκκινητών
Τυχαίες λέξεις
Työllistää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτούμαι, εφαρμόζω, βάζω, απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει
Μεταφράσεις: αιτούμαι, εφαρμόζω, βάζω, απασχολούν, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, απασχολεί, χρησιμοποιήσει