Αιτούμαι στα φινλανδικά

Μετάφραση: αιτούμαι, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käyttää, panna, työllistää, sovelluttaa, käytellä, hinkua, täten, antanut seuraavan, ratkaissut asian seuraavasti, on ratkaissut asian seuraavasti, on antanut seuraavan
Αιτούμαι στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιτούμαι

αιτούμαι την χορήγηση δικαιωμάτων εθνικού αποθέματος για την περίοδο 2014, αιτούμαι αρχικοι χρονοι, αιτούμαι σύνταξη, αιτούμαι της, αιτούμαι κλίση, αιτούμαι λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αιτούμαι στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αιτιολογία στα φινλανδικά - syy, oikeutus, ymmärrys, perustelu, tolkku, vanhurskauttaminen, peruste, ...
  • αιτιολογώ στα φινλανδικά - puolustella, järkeistää, järkeistämään, rationalisoida, järkeistämiseksi, järkiperäistää
  • αιτώ στα φινλανδικά - vaatia, haluat pyytää, pyydän saada, ja haluat tilata
  • αιτών στα φινλανδικά - anoja, viranhakija, hakija, työnhakija, kantaja, kantajan, hakijan, ...
Τυχαίες λέξεις
Αιτούμαι στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: käyttää, panna, työllistää, sovelluttaa, käytellä, hinkua, täten, antanut seuraavan, ratkaissut asian seuraavasti, on ratkaissut asian seuraavasti, on antanut seuraavan