Εφαρμόζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: εφαρμόζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käytellä, käyttää, panna, sovelluttaa, hinkua, työllistää, sovelletaan, soveltaa, sovelleta, sovellettava
Εφαρμόζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφαρμόζω

εφαρμόζω αόριστος, εφαρμόζω αντίθετα, εφαρμόζω ετυμολογια, εφαρμόζω βικιλεξικο, εφαρμόζω κλιση, εφαρμόζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εφαρμόζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εφαρμογή στα φινλανδικά - päällystäminen, ahkeruus, toteuttaminen, käsittelykerta, pakkokeino, toimeenpano, pakotus, ...
  • εφαρμοστός στα φινλανδικά - kävi, piukka, ihonmyötäinen
  • εφαρμόσιμος στα φινλανδικά - käytännöllinen, kunnon, vireä, asiaankuuluva, kunnollinen, sopiva, käypä, ...
  • εφεδρεία στα φινλανδικά - varata, vara, pidättyvyys, varaus, reservi, varanto, pidättää, ...
Τυχαίες λέξεις
Εφαρμόζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: käytellä, käyttää, panna, sovelluttaa, hinkua, työllistää, sovelletaan, soveltaa, sovelleta, sovellettava