Ulos στα ελληνικά
Μετάφραση: ulos, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kirjaimellisesti στα ελληνικά - κυριολεκτικά, ουσιαστικά, σχεδόν, κυριολεξία, στην κυριολεξία, γράμμα, κατά γράμμα
- koni στα ελληνικά - νεφρίτης, βύσμα, πρίζα, αλογάκι, Nag, γκρινιάζουν στους, γκρινιάζουν στους γονείς
- käräyttää στα ελληνικά - καίω, αποτεφρώνω, καψαλίζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, ...
- maksa στα ελληνικά - συκώτι, ήπατος, ήπαρ, του ήπατος, ηπατική
Τυχαίες λέξεις
Ulos στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Μεταφράσεις: έξω, από, τις, καθορίζονται, ορίζονται