Usuttaa στα ελληνικά

Μετάφραση: usuttaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παροτρύνω, προκαλώ, παρακινώ, αντιστέκομαι, παρόρμηση, αψηφώ, αυγό σε, αυγό στο, αυγού σε, αυγών στην
Usuttaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • empiirinen στα ελληνικά - εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
  • ihokarva στα ελληνικά - μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
  • irrottaa στα ελληνικά - αποσυνδέω, χωριστός, ξεκουμπώνω, αυτεξούσιος, μερίδιο, τσάμπα, δημοσιεύω, ...
  • puhdas στα ελληνικά - περατώνω, τέλειος, απότομος, εκστομίζω, σκέτος, γυμνός, ατόφιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Usuttaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παροτρύνω, προκαλώ, παρακινώ, αντιστέκομαι, παρόρμηση, αψηφώ, αυγό σε, αυγό στο, αυγού σε, αυγών στην