Vähäinen στα ελληνικά

Μετάφραση: vähäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρός, ασήμαντος, υπεξούσιος, ελάσσων, λίγο, περιστατικό, επεισόδιο, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές
Vähäinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lääkeannos στα ελληνικά - βύθισμα, δοσολογία, μουσκεύω, διαβροχής, πότημα, ποτήματος, καταιονισμού
  • mahalaukku στα ελληνικά - στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
  • myynti στα ελληνικά - πώληση, κίνηση, τζίρος, πωλήσεις, των πωλήσεων, πωλήσεων, τις πωλήσεις, ...
  • nuorikko στα ελληνικά - κοτόπουλο, νύμφη, νύφη, νύφης, τη νύφη, της νύφης
Τυχαίες λέξεις
Vähäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρός, ασήμαντος, υπεξούσιος, ελάσσων, λίγο, περιστατικό, επεισόδιο, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές