Valloittaa στα ελληνικά

Μετάφραση: valloittaa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμαλωτίζω, εισβάλλω, κατακτώ, αιχμαλωσία, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν
Valloittaa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ihra στα ελληνικά - λαρδί, γράσο, λιπαντικό, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, ...
  • luvaton στα ελληνικά - φυγάς, μη εξουσιοδοτημένη, μη εξουσιοδοτημένης, άνευ αδείας, μη εξουσιοδοτημένα, μη εξουσιοδοτημένων
  • melkein στα ελληνικά - περί, περίπου, σχεδόν, ουσιαστικά, πλέον, για, κοντά, ...
  • mitata στα ελληνικά - μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Τυχαίες λέξεις
Valloittaa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμαλωτίζω, εισβάλλω, κατακτώ, αιχμαλωσία, κατακτήσουν, κατακτήσει, να κατακτήσει, κατακτήσετε, να κατακτήσουν