Εισβάλλω στα φινλανδικά
Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loukata, hyökätä, miehittää, valloittaa, vallata, tunkeutua, hyökkäämään, tunkeutuvat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβάλλω
συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εισβάλλω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγή στα φινλανδικά - esittely, pohjustus, johdatus, pano, alkulause, induktio, johdanto, ...
- εισαγωγικός στα φινλανδικά - alustava, johdantokappale, johdanto, johdantolause
- εισβολέας στα φινλανδικά - hyökkääjä, hyökkääjän, hyökkääjälle, hyökkääjät, hyökkääjää
- εισβολή στα φινλανδικά - hyökkäys, invaasio, hyökkäyksen, hyökkäystä, invaasion
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: loukata, hyökätä, miehittää, valloittaa, vallata, tunkeutua, hyökkäämään, tunkeutuvat
Μεταφράσεις: loukata, hyökätä, miehittää, valloittaa, vallata, tunkeutua, hyökkäämään, tunkeutuvat