Valos στα ελληνικά
Μετάφραση: valos, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μούχλα, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- edeten στα ελληνικά - διενέργεια, ενέργεια, διαδικασία, διαδικασίας, διαδικασία εφαρμογής, τη διαδικασία
- horjumattomuus στα ελληνικά - σταθερότητα, Σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, η σταθερότητα
- näin στα ελληνικά - τόσο, έτσι, αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, αυτός
- oikeutus στα ελληνικά - έκκληση, αιτιολογία, σωστός, τεκμηρίωση, δεξιός, δικαίωμα, δικαιολογία, ...
Τυχαίες λέξεις
Valos στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μούχλα, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων
Μεταφράσεις: μούχλα, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ψήφων