Vannoa στα ελληνικά

Μετάφραση: vannoa, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκδικώ, αποδεικνύω, τάζω, επικυρώνω, βεβαιώνω, κύκνος, ομολογώ, πιστοποιώ, επαληθεύω, υποστηρίζω, διαβεβαιώνω, ορκίζομαι, όρκος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
Vannoa στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • impotenssi στα ελληνικά - ανικανότητα, ανικανότητας, την ανικανότητα, αδυναμία, της ανικανότητας
  • lämmityslaitteet στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
  • oleellinen στα ελληνικά - αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός, ουσιαστικό, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ...
  • perehdyttää στα ελληνικά - μυώ, ξεκινώ, εγκαινιάζω, να, για, σε, με, ...
Τυχαίες λέξεις
Vannoa στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκδικώ, αποδεικνύω, τάζω, επικυρώνω, βεβαιώνω, κύκνος, ομολογώ, πιστοποιώ, επαληθεύω, υποστηρίζω, διαβεβαιώνω, ορκίζομαι, όρκος, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν