Veri στα ελληνικά

Μετάφραση: veri, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα
Veri στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kadonnut στα ελληνικά - χαμένος, χάσει, έχασε, χάσει την, χαθεί
  • kasautuva στα ελληνικά - σωρευτικός, αθροιστικός, σωρευτικές, αθροιστική, σωρευτική, σωρευτικό
  • katsahtaa στα ελληνικά - σπιθίζω, λαμπυρίζω, ματιά, όψεως, βλέμμα
  • papisto στα ελληνικά - ιερατείο, κλήρος, κλήρου, κληρικούς, κληρικοί
Τυχαίες λέξεις
Veri στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα