Viehe στα ελληνικά
Μετάφραση: viehe, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουφές, δελεάζω, πειρασμός, δόλωμα, δέλεαρ, θέλγητρο, γοητεία, δολώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- funktio στα ελληνικά - διαδικασία, ρουτίνα, λειτουργία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
- letto στα ελληνικά - έλος, βάλτος, μαζεύω, Fen, βάλτους, βάλτων, βάλτος-
- neuvotella στα ελληνικά - διαπραγματεύομαι, συμβουλεύομαι, ανατρέχω, διαπραγματευτεί, διαπραγματευθεί, διαπραγματεύονται, διαπραγματευτούν, ...
- originaalinen στα ελληνικά - γνήσιος, πρωτότυπος
Τυχαίες λέξεις
Viehe στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουφές, δελεάζω, πειρασμός, δόλωμα, δέλεαρ, θέλγητρο, γοητεία, δολώματος
Μεταφράσεις: λουφές, δελεάζω, πειρασμός, δόλωμα, δέλεαρ, θέλγητρο, γοητεία, δολώματος