Vouti στα ελληνικά
Μετάφραση: vouti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαστής, επόπτης, ειρηνοδίκης, ο δικαστικός επιμελητής, ο δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή
Μεταφράσεις
- käräjöinti στα ελληνικά - δοκιμασία, δίκη, ασκήσεως της προσφυγής, της ασκήσεως της προσφυγής, ΕΠΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
- laivasto στα ελληνικά - νηοπομπή, ναυτικό, στόλος, στόλου, στόλο, του στόλου, στόλων
- ontto στα ελληνικά - τρύπα, κοίλος, υπόκωφος, κούφιος, βαθουλωμένος, κοιλότητα, κοίλο, ...
- prinssi στα ελληνικά - πρίγκιπας, πρίγκιπα, πρίγκηπα, πρίγκηπας, ηγεμόνα
Τυχαίες λέξεις
Vouti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαστής, επόπτης, ειρηνοδίκης, ο δικαστικός επιμελητής, ο δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή
Μεταφράσεις: δικαστής, επόπτης, ειρηνοδίκης, ο δικαστικός επιμελητής, ο δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή