Επόπτης στα φινλανδικά
Μετάφραση: επόπτης, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylivalvoja, valvoja, johtaja, vouti, tutkija, esimies, tarkastaja, ohjaaja, valvojan, ohjaajan, Supervisor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επόπτης
επόπτης δημόσιας υγείας, επόπτης ασφαλείας πισίνας, επόπτης εργασίας καρδίτσα, επόπτης ασφαλείας, επόπτησ καθαριότητασ, επόπτης λεξικό γλώσσας φινλανδικά, επόπτης στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- επωφελούμαι στα φινλανδικά - hyötyä, etuisuus, hyvä, etu, etuus, hyödyttää, otan, ...
- επόμενος στα φινλανδικά - ensi, seuraava, läheinen, viereinen, rinnakkain, vierekkäin, seuraavan, ...
- επώαση στα φινλανδικά - itäminen, säleikkö, haudonta, hautominen, varjostin, itämisaika, inkuboinnin, ...
- ερασιτέχνης στα φινλανδικά - harrastaja, amatööri, amatöörimäinen, maallikko, amateur, kilpailevat Amatööriluokassa, amatööri-
Τυχαίες λέξεις
Επόπτης στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ylivalvoja, valvoja, johtaja, vouti, tutkija, esimies, tarkastaja, ohjaaja, valvojan, ohjaajan, Supervisor
Μεταφράσεις: ylivalvoja, valvoja, johtaja, vouti, tutkija, esimies, tarkastaja, ohjaaja, valvojan, ohjaajan, Supervisor