Vuosittainen στα ελληνικά

Μετάφραση: vuosittainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετήσιος, ετήσια, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας
Vuosittainen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betoni στα ελληνικά - συγκεκριμένος, μπετό, σκυρόδεμα, μπετόν, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
  • ennakkotilaus στα ελληνικά - συνδρομή, προ-παραγγελία
  • nauhoitus στα ελληνικά - ρεκόρ, καταγράφω, δίσκος, ηχογραφώ, ηχογράφηση, ηχοληψία, εγγραφή, ...
  • päivystysvuoro στα ελληνικά - δασμοί, καθήκον, με, με το, με την, με τις, με τα
Τυχαίες λέξεις
Vuosittainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετήσιος, ετήσια, ετήσιες, ετήσιο, ετήσιας