Yhteenliittyminen στα ελληνικά

Μετάφραση: yhteenliittyminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωματειακός, ένωση, σύνδεσμος, σχέση, σύνδεσης, συνδέσμου
Yhteenliittyminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • halli στα ελληνικά - αίθουσα, Hall, αίθουσας, Μέγαρο, χωλ
  • käytös στα ελληνικά - διεξάγω, συμπεριφορά, ρόλος, φέρσιμο, έδρανο, στάση, διαγωγή, ...
  • matto στα ελληνικά - μοκέτα, χαλάκι, χαλί, τάπητα, ταπήτων, χαλιού, χαλιών
  • menehtyä στα ελληνικά - παραγωγή, υποκύπτω, σοδειά, καταστρέφομαι, χαθεί, χαθούν, χάνονται, ...
Τυχαίες λέξεις
Yhteenliittyminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωματειακός, ένωση, σύνδεσμος, σχέση, σύνδεσης, συνδέσμου